ἐλαιοδόκος

ἐλαιοδόκος
ἐλαιο-δόκος or [suff] ἐλαιο-δόχος, ον,
A holding oil, Hdn.Epim.78, Suid. s.v. ληκύθιον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελαιοδόχος — ο και ελαιοδόκος, ο (AM ἐλαιοδόχος, ον και ἐλαιοδόκος, ον) (για δοχείο) αυτός στον οποίο τοποθετείται μόνο λάδι, προορισμένος για λάδι …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”